The EU Regional Policy and its impact on two Mediterranean Member States (Italy and Spain) PhD Thesis University of Birmingham (2011)
Ο σκοπός της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ είναι να παρεμβαίνει αποτελεσματικά σε περιφέρειες που υστερούν σε οικονομικούς όρους και να χρηματοδοτεί προγράμματα ανάπτυξης μέσω της κατανομής πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας, της προσθετικότητας και της εταιρικής σχέσης. Η πολιτική αυτή πρέπει να επιτρέψει στις περιφέρειες να συγκλίνουν με τους μέσους όρους της ΕΕ, όσον αφορά το εισόδημα και την απασχόληση.
Η Ιταλία και η Ισπανία παρέχουν πολύ καλά παραδείγματα, εντός της ΕΕ σαν σύνολο, σημαντικών οικονομικών ανισοτήτων που εξακολουθούν να είναι παρούσες. Υποστηρίζουμε και παρέχουμε ουσιαστικές αποδείξεις για το ότι η επιμονή αυτών των ανισοτήτων προέρχεται κυρίως από αναποτελεσματική διοικητική και θεσμική ικανότητα στο περιφερειακό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι ορισμένες περιφέρειες έχουν πλησιάσει το μέσο όρο στην Ιταλία και την Ισπανία, αποδεικνύεται ότι συγκεκριμένα διοικητικά προβλήματα, θεσμικά προβλήματα και προβλήματα εφαρμογής έχουν την τάση να εμφανίζονται, παρεμποδίζοντας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις περιφέρειες για να συγκλίνουν κατά τον απαιτούμενο τρόπο. Εξαιτίας αυτού, η περιφερειακή οικονομική σύγκλιση και ως εκ τούτου η κοινωνικοοικονομική συνοχή παραμένουν ακόμα μη κατορθωτές.
Δύο δεκαετίες μετά την Μεταρρύθμιση των Διαρθρωτικών Ταμείων του 1988, η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ έχει μόνο μερικώς επιτύχει όσον αφορά τη μείωση της περιφερειακής οικονομικής απόκλισης εντός της Ιταλίας και της Ισπανίας, όπου περιφερειακές οικονομικές ανισότητες εξακολουθούν να υφίστανται. Παρά το γεγονός ότι αποδεικνύουμε ότι ορισμένες περιφέρειες έχουν καταφέρει να προχωρήσουν με τον απαιτούμενο τρόπο, είναι αμφίβολο αν ολόκληρη η στήριξη γι’ αυτές τις περιφέρειες μπορεί πραγματικά να εκλείψει εντελώς στο εγγύς μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ, ειδικότερα σε σχέση με τον τελευταίο γύρο της Διεύρυνσης.
Περισσότερες λεπτομέρειες
Το Διδακτορικό του Ιωάννη Βασιλείου εξετάζει με κριτικό τρόπο τις οικονομικές [Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, ρυθμοί απασχόλησης και ανεργίας] και πολιτικές πτυχές της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ, όχι μόνο στην Ιταλία και την Ισπανία, αλλά και σε ολόκληρη την Ένωση. Η Διδακτορική διατριβή εξετάζει το πώς η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ έχει επηρεάσει την Ιταλία και την Ισπανία σε πολιτικούς και οικονομικούς όρους. Συνεπώς, μια κριτική σύγκριση ανάμεσα α) στην Ιταλία και την Ισπανία και β) στις δύο αυτές χώρες και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι απαραίτητη και πράγματι λαμβάνει χώρα με έναν αναλυτικό και συστηματικό τρόπο.
Η θεσμική ικανότητα είναι η βάση για την επίτευξη της περιφερειακής οικονομικής σύγκλισης και το συγκριτικό στοιχείο κατά την εξέταση των Ιταλικών και Ισπανικών μελετών περίπτωσης ενδυναμώνεται από ένα πλαίσιο εστιασμένο στην οικοδόμηση της θεσμικής ικανότητας. Η θεσμική ικανότητα περιλαμβάνει όλες τις δράσεις, τα προγράμματα και τα έργα τα οποία είναι απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία των οργάνων, σύμφωνα πάντα με τις συγκεκριμένες ανάγκες για τις οποίες έχουν δημιουργηθεί. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης διατριβής, ο όρος αυτός αναφέρεται στα περιφερειακά όργανα.
Η οικοδόμηση της θεσμικής ικανότητας σημαίνει την εγκαθίδρυση περιφερειακών διοικήσεων ικανών να εφαρμόζουν την περιφερειακή πολιτική και ως εκ τούτου, η οικοδόμηση μιας ικανοποιητικής θεσμικής ικανότητας περιλαμβάνει το να γίνουν τα περιφερειακά όργανα (που αποτελούν τις περιφερειακές διοικήσεις) ικανά ώστε να α) αναγνωρίζουν τα περιφερειακά προβλήματα και ανάγκες, β) εξοικειωθούν με το πλαίσιο και τις βασικές αρχές Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ, γ) συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους κύριους θεσμούς της ΕΕ για την Περιφερειακή Πολιτική [Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), Ταμείο Συνοχής, Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ)] και δ) βρίσκουν λύσεις σ’ εκείνα τα περιφερειακά προβλήματα που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη.
Η θεσμική ικανότητα είναι στενά συνδεδεμένη με τη διοικητική ικανότητα. Η ικανότητα περιφερειακής διοίκησης περιλαμβάνει όλες τις δράσεις και τη διαχείριση που πραγματοποιούνται από τις περιφερειακές κυβερνήσεις, προκειμένου να επιτυγχάνεται η περιφερειακή ανάπτυξη. Τέτοιες δράσεις περιλαμβάνουν όχι μόνο τη διαχείριση των κονδυλίων των Διαρθρωτικών Ταμείων, αλλά επιπλέον όλο το εύρος των καθηκόντων των περιφερειακών κυβερνήσεων. Η διοικητική ικανότητα συνδέεται με την αποτελεσματική απορρόφηση των κονδυλίων των Διαρθρωτικών Ταμείων, συνεπώς είναι αλληλένδετη με τον όρο δυνατότητα απορρόφησης.
Η δυνατότητα απορρόφησης είναι η ικανότητα των περιφερειών να απορροφούν τα κονδύλια των Διαρθρωτικών Ταμείων (που τους κατανέμονται από την ΕΕ στο πλαίσιο της Περιφερειακής Πολιτικής της) με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προκειμένου να επιτευχθεί περιφερειακή ανάπτυξη. Η δυνατότητα απορρόφησης ουσιαστικά είναι η ικανότητα των περιφερειών να προβαίνουν σε επενδύσεις των κονδυλίων των Διαρθρωτικών Ταμείων σε συγκεκριμένους τομείς και περιοχές που έχουν προοπτικές για μελλοντική ανάπτυξη. Η δυνατότητα απορρόφησης δύναται να μετρηθεί ως ποσοστό των κεφαλαίων που έχουν ήδη «δαπανηθεί» συγκριτικά μ’ αυτά που αρχικά εκχωρήθηκαν.
Σε γενικές γραμμές, η περιφερειακή οικονομική σύγκλιση σημαίνει την εξάλειψη των οικονομικών διαφορών που υπάρχουν μεταξύ περιφερειών. Εδώ η σύγκλιση χρησιμοποιείται με οικονομικούς όρους και εκτιμάται αναφορικά με το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) (συγκριτικά με το μέσο όρο της ΕΕ). Η σύγκλιση ορίζεται ως μια διαδικασία περιφερειακής ανάπτυξης που δίνει τη δυνατότητα στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες να αυξήσουν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους, το οποίο τελικά τείνει να συγκλίνει με το μέσο όρο της ΕΕ των 27. Για τις Περιφέρειες Σύγκλισης αυτό δηλώνει την επιδίωξη να φτάσουν σ’ ένα κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από το 75% του μέσου όρου της ΕΕ των 27, βγαίνοντας έτσι από το Στόχο Σύγκλισης.
Η έννοια της σύγκλισης είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια της συνοχής. Η συνοχή είναι ο αλληλένδετος πολιτικός στόχος. Η στενή σχέση μεταξύ συνοχής και σύγκλισης είναι ενδεικτική της επίσης στενής σχέσης των πεδίων των οικονομικών και της πολιτικής επιστήμης στην παρούσα διατριβή. Αν δεν επιτευχθεί οικονομική σύγκλιση, τότε ούτε ο πολιτικός στόχος της κοινωνικοοικονομικής συνοχής μπορεί να επιτευχθεί. Η συνοχή είναι το αποτέλεσμα της σύγκλισης.
Η περιφερειακή οικονομική απόκλιση είναι το ακριβώς αντίθετο της σύγκλισης και σημαίνει τη συνεχή ύπαρξη οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ περιφερειών. Οι περιφερειακές οικονομικές ανισότητες είναι οι οικονομικές διαφορές μεταξύ περιφερειών στο πλαίσιο συγκεκριμένων οικονομικών μεταβλητών, όπως το ΑΕΠ, το εισόδημα, η απασχόληση και η ανεργία.
Το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ, μέσω της κατανομής των κονδυλίων των Διαρθρωτικών Ταμείων, έχει πράγματι οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας και αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και της απασχόλησης στις τέσσερις Ιταλικές (Calabria, Campania, Puglia και Basilicata) και στις τέσσερις Ισπανικές (Castilla y León, Comunidad Valenciana, Andalucía και Extremadura) μελέτες περίπτωσης της διατριβής.
Θα υποστηρίξουμε ότι η ικανοποιητική οικοδόμηση της θεσμικής ικανότητας εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα των δομικών προσαρμογών που θα πρέπει να λάβουν χώρα εντός των περιφερειακών διοικήσεων, προκειμένου να εφαρμοστεί στην πράξη με πιο επαρκή τρόπο το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ). Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αποτελεσματικότερη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ, τα οποία τότε θα ήταν πιθανότερο να έχουν έναν πιο εμφανή αντίκτυπο στην περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη.
Προκειμένου να υπάρξει μια ικανοποιητική περιφερειακή οικονομική απόδοση προς την κατεύθυνση του στόχου της οικονομικής σύγκλισης, η δυνατότητα απορρόφησης επιβάλλεται να συνδεθεί επιτυχώς με μια επαρκή θεσμική ικανότητα. Στο πλαίσιο της ΕΕ, η ένδειξη μιας ικανοποιητικής οικονομικής απόδοσης για μια περιφέρεια θα πρέπει να είναι η εξαίρεσή της από το Στόχο Σύγκλισης, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της θα έχει αυξηθεί πάνω από το όριο του 75%.
Μέχρι στιγμής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στις περιπτώσεις της Σαρδηνίας, της Basilicata, της Castilla y León και της Comunidad Valenciana, τα αποτελέσματα του συνδυασμού της δυνατότητας απορρόφησης και της θεσμικής ικανότητας έχουν υπάρξει ενθαρρυντικά, με αποτέλεσμα οι τέσσερις αυτές περιφέρειες να έχουν καταφέρει να εξέλθουν από το Στόχο Σύγκλισης.
Στα πλαίσια των υπόλοιπων πέντε περιφερειών που επελέγησαν για ανάλυση στην παρούσα διατριβή, παρά το γεγονός ότι η κατανομή των κονδυλίων των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ υπήρξε παραπάνω από γενναιόδωρη, τα αποτελέσματα είναι λιγότερο ενθαρρυντικά, αφού οι περιφέρειες αυτές ακόμα περιλαμβάνονται στο Στόχο Σύγκλισης για τον παρόντα Κύκλο ΚΠΣ (2007-13).
Σ’ αυτές τις περιφέρειες έχει πράγματι λάβει χώρα οικονομική ανάπτυξη, αλλά σε μικρότερο εύρος. Θα υποστηρίζαμε ότι ένας από τους κύριους λόγους γι’ αυτό είναι τα θεσμικά τους προβλήματα.
Εκτός από την εισαγωγή, η διατριβή αποτελείται από έξι επιπλέον κεφάλαια και τρία παραρτήματα. Το Κεφάλαιο 2 αναφέρεται στον «Περιφερισμό, Δομισμό και Περιφερειακή Ανάπτυξη» και παρουσιάζει το εννοιολογικό θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο «περιβάλλει» την έρευνα.
Αυτό είναι απαραίτητο για την αποτελεσματικότερη κατανόηση των επιχειρημάτων της διατριβής. Χρησιμοποιούμε τις ακόλουθες θεωρίες: α) περιφέρεια-περιφερισμός, β) δομισμός-θεωρία της εξάρτησης και γ) θεωρίες της περιφερειακής ανάπτυξης («top-down» και «bottom-up» προσεγγίσεις). Το πρώτο τμήμα του πρώτου μέρους του κεφαλαίου αναφέρεται στην αποσαφήνιση της έννοιας «περιφέρεια».
Ακολουθεί η ανάλυση της έννοιας του «περιφερισμού», με επιδίωξη τον ορισμό της «περιφερειακής κλίμακας» στην οποία βασίζεται η διατριβή. Στη συνέχεια προβαίνουμε σε σύνδεση του περιφερισμού με την περιφέρεια για μια αποτελεσματικότερη κατανόηση των θεμελίων της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ.
Πράγματι, ο περιφερισμός είναι το κύριο θεωρητικό και μεθοδολογικό εργαλείο στο οποίο βασίζεται η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ και είναι σημαντικό για την ανάλυση της περιφερειακής πολιτικής στην Ιταλία και την Ισπανία. Επιπλέον, παρουσιάζουμε τη «σύγκρουση» μεταξύ της διακυβερνητικής και της υπερεθνικής προσέγγισης, στο επίπεδο της ΕΕ και την προσαρμόζουμε στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων των Διαρθρωτικών Ταμείων από τις περιφέρειες.
Στο δεύτερο τμήμα του θεωρητικού κεφαλαίου παρουσιάζονται α) η ανάλυση της «θεωρίας της εξάρτησης», β) η εισαγωγή στους όρους «κέντρο», «περιφέρεια», «ήμι-περιφέρεια» («core», «periphery», «semi-periphery») και γ) η εξέταση της θεωρίας του «δομισμού», η οποία είναι ο πρόδρομος της θεωρίας της εξάρτησης.
Η εξέταση της θεωρίας της εξάρτησης καθίσταται απαραίτητη, αφού δύναται να συνδεθεί αποτελεσματικά με την περιφερειακή πολιτική. Υπογραμμίζει την άνιση ανάπτυξη, η οποία λαμβάνει χώρα στις δυο χώρες της μελέτης μας και θέτει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μια επαρκής διαρθρωτική ανάπτυξη μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Στο τρίτο μέρος παρατηρούμε τη θεωρία της «περιφερειακής ανάπτυξης», σύμφωνα με την οποία η περιφερειακή σύγκλιση και η περιφερειακή απόκλιση αποτελούν θεμελιώδεις διαδικασίες, όχι μόνο για την αναγνώριση των προβλημάτων της περιφερειακής ανάπτυξης, αλλά και (σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο) για τη μέτρηση του μεγέθους της άνισης ανάπτυξης ενός κράτους. Στο τελευταίο μέρος επανεξετάζονται οι «top-down/centre-down» και «bottom-up» προσεγγίσεις. Τις συγκρίνουμε με κριτικό μάτι και τις χρησιμοποιούμε για να εντοπίσουμε το πως η πολιτική έχει μεταβληθεί με την πάροδο των ετών στην Ισπανία και την Ιταλία.
Το Κεφάλαιο 3 αναφέρεται στην «Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ και Αξιολόγηση της Πολιτικής». Εκεί αναλύεται ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ έχει διεξαχθεί από τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) μέχρι τον τρέχοντα Κύκλο ΚΠΣ (2007-13), με έμφαση στις κυριότερες συζητήσεις και αποφάσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ στην Ιταλία και την Ισπανία.
Το κεφάλαιο αυτό δεν επικεντρώνεται μονάχα στις μεταρρυθμίσεις της Περιφερειακής Πολιτικής του 1988 και των επόμενων Κύκλων ΚΠΣ, αλλά επιπλέον παρέχει το κατάλληλο υπόβαθρο όσον αφορά την περιφερειακή πολιτική της ΕΟΚ από την ίδρυσή της.
Επιπροσθέτως, στο κεφάλαιο αυτό αναφερόμαστε και στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), όπως επίσης και στη Διεύρυνση της ΕΕ, μιας και οι παράγοντες αυτοί είχαν πέραν πάσης αμφιβολίας σοβαρές επιπτώσεις (κυρίως όσον αφορά ζητήματα σχετικά με τον προϋπολογισμό) στην Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ.
Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται μια κριτική έρευνα όσον αφορά την υφιστάμενη βιβλιογραφία σχετικά με την αξιολόγηση της πολιτικής, με έμφαση σε ζητήματα όπως η εκ των προτέρων, η ενδιάμεση και η εκ των υστέρων αξιολόγηση (ex-ante, intermediate and ex-post evaluation) και οι διαδικασίες παρακολούθησης (monitoring procedures). Στο τελευταίο τμήμα δημιουργείται ένα πλαίσιο αξιολόγησης, με στόχο την προσπάθεια εκτίμησης του αντίκτυπου της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ στο πλαίσιο της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης στην Ιταλία και την Ισπανία, προς την κατεύθυνση του στόχου της περιφερειακής οικονομικής σύγκλισης.
Στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Το Προφίλ της Περιφερειακής Πολιτικής στην Ιταλία και την Ισπανία» παρουσιάζεται ένα αναλυτικό και συγκριτικό προφίλ της περιφερειακής πολιτικής και των περιφερειών στα δυο κράτη-μέλη της ΕΕ που εξετάζονται στη διατριβή. Σκοπός του κεφαλαίου καθίσταται η παροχή μιας εμπεριστατωμένης άποψης της περιφερειακής οικονομικής κατάστασης στην Ιταλία και την Ισπανία, διαμέσου της χρήσης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των ποσοστών απασχόλησης και ανεργίας.
Ένας πλούτος στοιχείων και δεδομένων επιστρατεύεται, με στόχο να διαπιστωθεί κατά πόσο η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ είχε θετική επίδραση σ’ αυτές τις χώρες και ιδιαίτερα στις περιφέρειές τους. Οι πίνακες και τα διαγράμματα που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο έχουν σαν επιδίωξη να παράσχουν μια ποσοτική άποψη της οικονομικής κατάστασης, ενώ η περαιτέρω ανάλυση που βασίζεται στην επισκόπηση της υφιστάμενης βιβλιογραφίας παρέχει μια περισσότερο ποιοτική άποψη.
Στο κεφάλαιο «Ανάλυση των τεσσάρων Ιταλικών περιφερειών» γίνεται προσπάθεια για μια κριτική παρουσίαση των τεσσάρων Ιταλικών μελετών περίπτωσης, με σκοπό την κατανόηση του γιατί κάποιες Ιταλικές NUTS 2 περιφέρειες έχουν βιώσει υψηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης, σ’ αντίθεση με άλλες. Οι μελέτες περίπτωσης που εξετάζονται σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι τέσσερις περιφέρειες (Calabria, Campania, Puglia και Basilicata), οι οποίες ήταν επιλέξιμες για χρηματοδότηση από το Στόχο 1, κατά τη διάρκεια του τρίτου Κύκλου ΚΠΣ (2000-2006).
Ο λόγος επιλογής τους είναι το γεγονός ότι η Basilicata έχει εξέλθει από το Στόχο Σύγκλισης, έστω και σαν «Phasing-Out» Περιφέρεια, πράγμα που σημαίνει ότι εξήλθε λόγω της Διεύρυνσης της ΕΕ. Οι άλλες τρεις, παρά το γεγονός ότι επίσης έλαβαν σημαντικά κονδύλια, δεν έχουν καταφέρει να μειώσουν αισθητά την απόκλισή τους και εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο Στόχο Σύγκλισης, κυρίως λόγω προβλημάτων που άπτονται της θεσμικής τους ικανότητας.
Συγκρίνουμε τις οικονομικές επιδόσεις των τεσσάρων ανωτέρω περιφερειών για να ανακαλύψουμε τους λόγους αυτής της κατάστασης, με ιδιαίτερη έμφαση στη διαχείριση των κονδυλίων. Περιφέρειες όπως η Σαρδηνία και η Σικελία αποκλείονται από περαιτέρω μελέτη, καθώς η οικονομία τους βασίζεται κυρίως στον τουρισμό και οι οικονομικές εισροές και εκροές τους δεν απεικονίζονται καθαρά στα επίσημα στατιστικά στοιχεία.
Οι κύριες μεταβλητές που χρησιμοποιούνται είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας, σε συνδυασμό με ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις όσον αφορά την περιφερειακή απορρόφηση, τη διοικητική ικανότητα και τα προβλήματα εφαρμογής. Στο κεφάλαιο αυτό, η ανάλυση των δευτερογενών στοιχείων είναι ενσωματωμένη με πρωτογενή στοιχεία και δεδομένα, τα οποία προέκυψαν από τις συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα με σημαίνουσες περιφερειακές αρχές.
Στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Ανάλυση των τεσσάρων Ισπανικών περιφερειών» παρουσιάζονται οι τέσσερις Ισπανικές μελέτες περίπτωσης (Castilla y León, Comunidad Valenciana, Andalucía και Extremadura), με στόχο την κατανόηση της επίδρασης της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ στις ανωτέρω περιφέρειες και τον υπολογισμό του βαθμού σύγκλισής τους.
Οι περιφέρειες αυτές επελέγησαν διότι κατά τη διάρκεια του τρίτου Κύκλου ΚΠΣ (2000-2006) περιλαμβάνονταν ανεξαιρέτως στο Στόχο 1. Μολαταύτα, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος Κύκλου ΚΠΣ (2007-2013), η Castilla y León και η Comunidad Valenciana εξήλθαν από το Στόχο Σύγκλισης (και οι δυο σαν «Phasing-In» Περιφέρειες, πράγμα που σημαίνει ότι εξήλθαν λόγω της αξιοσημείωτης οικονομικής τους ανάπτυξης).
Αντιθέτως, οι άλλες δυο περιφέρειες εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο Στόχο Σύγκλισης, παρά το γεγονός ότι επίσης έχουν λάβει σημαντικά κονδύλια από τα Διαρθρωτικά Ταμεία.
Επιδίωξη της ανάλυσής μας είναι η κριτική σύγκριση της διαχείρισης των κονδυλίων και της θεσμικής ικανότητας μεταξύ των περιφερειών. Επιπροσθέτως, επιχειρούμε να ρίξουμε φως στο κατά πόσο η Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ, μέσω των Διαρθρωτικών Ταμείων, έχει πράγματι καταφέρει να βοηθήσει τις περιφέρειες αυτές να επιτύχουν το στόχο της περιφερειακής ανάπτυξης, ελαττώνοντας το μέγεθος της οικονομικής τους απόκλισης.
Ξανά σ’ αυτό το σημείο επισημαίνουμε ότι ένας συνδυασμός πρωτογενών και δευτερογενών στοιχείων και δεδομένων κρίνεται απαραίτητος για την απάντηση των ανωτέρω ερωτημάτων. Φυσικά, τα πρωτογενή στοιχεία προέκυψαν και πάλι από τις συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα με κύριες περιφερειακές αρχές.
έλος, στο κεφάλαιο «Συμπερασματικές παρατηρήσεις και προτάσεις πολιτικής», συνοψίζονται τα κύρια ευρήματα της ανάλυσής μας, παρέχοντας μια αξιολόγηση του επιπέδου σύγκλισης που έχει επιτευχθεί στην Ιταλία και την Ισπανία.
Τα κυριότερα συμπεράσματα είναι τρία: α) η σημαίνουσα περιφερειακή απόκλιση (εμφανής διάκριση μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας») που εξακολουθεί να υφίσταται στην Ιταλία και την Ισπανία, δύναται να αναλυθεί αποτελεσματικά μέσω της χρήσης της θεωρίας της εξάρτησης, η οποία προκύπτει από το δομισμό, β) οι όροι «νέος» και «μαλακός» περιφερισμός («new» and «soft» regionalism), όπως επίσης και η έννοια της «Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης» («Multi-Level Governance»-«MLG») μπορούν να προσαρμοστούν με επιτυχία στην περίπτωση της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ και γ) η περισσότερο «αποκεντρωμένη» «bottom-up» προσέγγιση φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική από την «top-down», όσον αφορά την επίτευξη περιφερειακής ανάπτυξης.
Η επί του παρόντος υφιστάμενη περιφερειακή οικονομική απόκλιση στις οκτώ μελέτες περίπτωσης της διατριβής έχει τις ρίζες της α) στον υψηλό βαθμό «συγκέντρωσης» των εθνικών περιφερειακών πολιτικών, β) στη μη επαρκή συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών, περιφερειακών αρχών και αρχών της ΕΕ και γ) στη μη ορθολογική τήρηση των αρχών της «προσθετικότητας», της «επικουρικότητας» και της «εταιρικής σχέσης».
Επιπροσθέτως, στο κεφάλαιο αυτό λαμβάνει χώρα μια κριτική «συζήτηση» όσον αφορά τη Διεύρυνση της ΕΕ και τις προκλήσεις τις οποίες θέτει στην Περιφερειακή Πολιτική. Κύρια έμφαση δίνεται στους δημοσιονομικούς περιορισμούς και ειδικότερα στο κατά πόσο (μετά το 2013) η ΕΕ θα μπορεί πράγματι να χρηματοδοτεί περιφέρειες που χαρακτηρίζονται από χαμηλές επιδόσεις και που δεν έχουν δείξει αξιόλογα σημάδια οικονομικής σύγκλισης και ανάπτυξης κατά τα τελευταία 20 χρόνια.
Το ζήτημα αυτό είναι στενά συνδεδεμένο με το ερώτημα του κατά πόσο η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει τη «bottom-up» προσέγγιση μετά το 2013. Αισθανόμαστε ότι η παρούσα μελέτη βοηθάει στην εκτίμηση και αξιολόγηση του αντίκτυπου της περιφερειακής πολιτικής, όχι μόνο στις οκτώ Ιταλικές και Ισπανικές μελέτες περίπτωσης, αλλά γενικότερα στις περιπτώσεις των νέων κρατών-μελών της ήδη σημαντικά διευρυμένης ΕΕ.
Η ακαδημαϊκή συνεισφορά της παρούσας διατριβής είναι κυρίως «εφαρμοσμένη». Η καινοτομία συνίσταται στη συλλογή των δευτερογενών στοιχείων και των αποτελεσμάτων που μπορούν να επέλθουν απ’ αυτά στο πλαίσιο της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ και της προσαρμογής των προαναφερθέντων θεωρητικών μοντέλων στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Είναι αναγκαίο ν’ αναφερθεί το γεγονός ότι επιδίωξη της διατριβής δεν είναι η δημιουργία μιας νέας θεωρίας, αλλά η προσαρμογή των ήδη υπαρχόντων θεωρητικών μοντέλων στις μελέτες περίπτωσης με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο συγκριτικά με τις ήδη υφιστάμενες μελέτες.
Ο συνδυασμός πρωτογενών και δευτερογενών στοιχείων και δεδομένων και η αναλυτική τους παρουσίαση με σκοπό τη μέτρηση του αντίκτυπου της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ σε Ιταλία και Ισπανία, αποτελούν τις κύριες συνεισφορές της διατριβής.
Τα συμπεράσματα που εξάγονται μέσω της μελέτης των προαναφερθέντων περιφερειών προσφέρουν ουσιαστικές αποδείξεις, με στόχο την περαιτέρω στήριξη και δικαιολόγηση των κύριων επιχειρημάτων της Διδακτορικής διατριβής. Κατά τη διάρκεια του Διδακτορικού του, ο Ιωάννης Βασιλείου διεξήγαγε συνεντεύξεις με βασικούς φορείς στα πλαίσια της Περιφερειακής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ιταλία, την Ισπανία και τις Βρυξέλλες. Οι κληθέντες σε συνέντευξη σε περιφερειακό επίπεδο, εθνικό επίπεδο και επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης επελέγησαν προσεκτικά σύμφωνα με τις γνώσεις, την εμπειρία τους και τις συγκεκριμένες θέσεις στις οποίες απασχολούνταν.
Οι ερωτώμενοι σε περιφερειακό επίπεδο ήταν μέλη περιφερειακών διοικήσεων, καθηγητές, επικεφαλής περιφερειακών διοικήσεων, διευθυντές, managers και διοικητικά μέλη αρμόδια για περιφερειακές πολιτικές και οικονομική ανάπτυξη. Οι ερωτώμενοι σε εθνικό επίπεδο ήταν γενικοί διευθυντές, υποδιευθυντές, οικονομικοί αναλυτές και μέλη μονάδων αξιολόγησης (evaluation units) στα Ιταλικά και Ισπανικά Υπουργεία, τα οποία ήταν υπεύθυνα για περιφερειακές πολιτικές και ανάπτυξη. Οι ερωτώμενοι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν managers προγραμμάτων, αρμόδιοι για την Περιφερειακή Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ιταλία και την Ισπανία, οι οποίοι απασχολούνταν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες.
Η συνεισφορά όλων ανεξαιρέτως των ερωτώμενων αποδείχτηκε πολύτιμη, καθώς ανέλυσαν σε βάθος α) την ακριβή οικονομική και πολιτική κατάσταση στα τρία επίπεδα, β) ζητήματα που αφορούσαν τη θεσμική ικανότητα, γ) συγκεκριμένα προβλήματα και ανάγκες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη και δ) τις μελλοντικές προοπτικές. Οι επόπτες του Διδακτορικού προέρχονταν από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών (Department of Political Science and International Studies) (Πανεπιστήμιο του Birmingham) και το Birmingham Business School.
Η Διδακτορική διατριβή δεν έχει εκδοθεί, οπότε μπορείτε να τη βρείτε μόνο στο Πανεπιστήμιο του Birmingham.
Business site του Ιωάννη Βασιλείου στα Αγγλικά
Business site του Ιωάννη Βασιλείου στα Ελληνικά
Βιβλιοπωλεία όπου μπορείτε να βρείτε τα βιβλία του Ιωάννη Βασιλείου
Ο Ιωάννης Βασιλείου στο βιβλιοnet
Βιβλία του Ιωάννη Βασιλείου στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος